Αννούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αννούλα | οι | Αννούλες |
| γενική | της | Αννούλας | — | |
| αιτιατική | την | Αννούλα | τις | Αννούλες |
| κλητική | Αννούλα | Αννούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αννούλα < Άνν(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈnu.la/
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Άννα
Αννούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.