Αμπελιώτης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /am.beˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μπε‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αμπελιώτης | οι | Αμπελιώτες |
| γενική | του | Αμπελιώτη | των | Αμπελιωτών |
| αιτιατική | τον | Αμπελιώτη | τους | Αμπελιώτες |
| κλητική | Αμπελιώτη | Αμπελιώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Αμπελιώτης αρσενικό (θηλυκό Αμπελιώτισσα)
Συγγενικά
- Αμπέλι, Αμπέλια
- Αμπελιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
Αμπελιώτης
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αμπελιώτης | οι | Αμπελιώτηδες |
| γενική | του | Αμπελιώτη* | των | Αμπελιώτηδων |
| αιτιατική | τον | Αμπελιώτη | τους | Αμπελιώτηδες |
| κλητική | Αμπελιώτη | Αμπελιώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Αμπελιώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Αμπελιώτης < πατριδωνυμικό Αμπελιώτης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Ампелиотис
- λατινικοί χαρακτήρες: Ampeliotis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.