ρεσάλτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρεσάλτο | τα | ρεσάλτα |
| γενική | του | ρεσάλτου | των | ρεσάλτων |
| αιτιατική | το | ρεσάλτο | τα | ρεσάλτα |
| κλητική | ρεσάλτο | ρεσάλτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρεσάλτο < ιταλική risalto
Ουσιαστικό
ρεσάλτο ουδέτερο
- πειρατεία
- Η οργάνωση έκανε ρεσάλτο στο πλοίο που μετέφερε μεταλλαγμένο φορτίο.
- απεγνωσμένη προσπάθεια
- Έκανε καταγγελία για ρεσάλτο των δημοσιογράφων στο ξενοδοχείο όπου διέμενε.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.