Αιμιλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αιμιλία | οι | Αιμιλίες |
| γενική | της | Αιμιλίας | — | |
| αιτιατική | την | Αιμιλία | τις | Αιμιλίες |
| κλητική | Αιμιλία | Αιμιλίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αιμιλία < αρχαία ελληνική Αἰμιλία < λατινική Aemilia
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.miˈli.a/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.