Αδάμου

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈða.mu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αδάμου
παρώνυμο: Αδάμη

Ετυμολογία 1

Αδάμου < γενική ενικού του αρσενικού επωνύμου Αδάμος

Κύριο όνομα

Αδάμου θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Ετυμολογία 2

Αδάμου < γενική ενικού του ανδρικού ονόματος Αδάμος

Κύριο όνομα

Αδάμου αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

Ετυμολογία 3

Αδάμου < κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Αδάμου αρσενικό

Παρώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.