Αγοραστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αγοραστός | οι | Αγοραστοί |
| γενική | του | Αγοραστού | των | Αγοραστών |
| αιτιατική | τον | Αγοραστό | τους | Αγοραστούς |
| κλητική | Αγοραστέ | Αγοραστοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αγοραστός < αγοραστός (για παιδιά που υιοθετήθηκαν)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γο‐ρα‐στός
Μεταφράσεις
Αγοραστός
|
|
Αναφορές
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.