Ἀγαθοκλῆς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Ᾰ̓γαθᾰκλεεσ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Ἀγαθοκλῆς | οἱ | Ἀγαθοκλεῖς | |
| γενική | τοῦ | Ἀγαθοκλέους | τῶν | Ἀγαθοκλέων | |
| δοτική | τῷ | Ἀγαθοκλεῖ | τοῖς | — | |
| αιτιατική | τὸν | Ἀγαθοκλέα & σπανίως > Ἀγαθοκλῆ |
τοὺς | Ἀγαθοκλεῖς | |
| κλητική ὦ! | Ἀγαθόκλεις | Ἀγαθοκλεῖς | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | — | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | — | |||
| Μόνο συνηρημένο. | |||||
| 3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Πηγές
- Ἀγαθοκλῆς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.