Ἀγαθοκλῆς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ᾰ̓γαθᾰκλεεσ-
ονομαστική Ἀγαθοκλῆς οἱ Ἀγαθοκλεῖς
      γενική τοῦ Ἀγαθοκλέους τῶν Ἀγαθοκλέων
      δοτική τῷ Ἀγαθοκλεῖ τοῖς
    αιτιατική τὸν Ἀγαθοκλέα
  & σπανίως > Ἀγαθοκλ
τοὺς Ἀγαθοκλεῖς
     κλητική ! Ἀγαθόκλεις Ἀγαθοκλεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ 
γεν-δοτ τοῖν 
Μόνο συνηρημένο.
3η κλίση, ομάδα 'Περικλέης Περικλῆς', Κατηγορία 'Περικλῆς' όπως «Περικλῆς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀγαθοκλῆς < ἀγαθός + -κλῆς (δοξασμένος) < κλέος

Κύριο όνομα

Ἀγαθοκλῆς αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.