Αυλέμονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αυλέμονας οι Αυλέμονες
      γενική του Αυλέμονα των Αυλεμόνων
    αιτιατική τον Αυλέμονα τους Αυλέμονες
     κλητική Αυλέμονα Αυλέμονες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αυλέμονας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈvle.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυλέμονας

Κύριο όνομα

Αυλέμονας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.