Έσπερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Έσπερος οι Έσπεροι
      γενική του Έσπερου των Έσπερων
    αιτιατική τον Έσπερο τους Έσπερους
     κλητική Έσπερε Έσπεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Έσπερος < αρχαία ελληνική Ἕσπερος < ἕσπερος

Κύριο όνομα

Έσπερος αρσενικό

  1. (στον ενικό) ο Αποσπερίτης, ο πλανήτης Αφροδίτη
  2. ανδρικό όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.