Αρτινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρτινός οι Αρτινοί
      γενική του Αρτινού των Αρτινών
    αιτιατική τον Αρτινό τους Αρτινούς
     κλητική Αρτινέ Αρτινοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αρτινός < Άρτα + -ινός

Ουσιαστικό

Αρτινός αρσενικό, θηλυκό Αρτινή

  • (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Άρτα

Συγγενικά

  • αρτινός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.