Άριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άριος οι Άριοι
      γενική του Άριου
& Αρίου
των Άριων
& Αρίων
    αιτιατική τον Άριο τους Άριους
& Αρίους
     κλητική Άριε Άριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άριος < αρχαία ελληνική Ἄριοι

Κύριο όνομα

Άριος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.