Άπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Άπω < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Far από τον όρο Far Εast & (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπωθεν < ἀπό (εδώ, σημασία: μακριά)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άπω
τονικό παρώνυμο: από

Επίρρημα

Άπω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.