weigh in

Αγγλικά (en)

ενεστώτας weigh in
γ΄ ενικό ενεστώτα weighs in
αόριστος weighed in
παθητική μετοχή weighed in
ενεργητική μετοχή weighing in

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις weigh και in

Ρήμα

weigh in (en)

  1. (αμετάβατο) ζυγίζω, η πράξη του ζυγίσματος του σώματος πριν από κάποιο γεγονός ή εκδήλωση (λ.χ. ενός αθλητή πριν από αγώνα)
  2. (αμετάβατο) (με το at) ζυγίζω (τόσα κιλά κ.λπ.)
  3. (μεταβατικό) υπόκειμαι σε ζύγιση
  4. (ιδιωματισμός) φέρω το βάρος (συνήθως συντάσσσεται με τα on και with(μεταφορικά) ζυγιάζω ένα θέμα, κρίνω ένα ζήτημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.