weigh in
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | weigh in |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | weighs in |
| αόριστος | weighed in |
| παθητική μετοχή | weighed in |
| ενεργητική μετοχή | weighing in |
Ρήμα
weigh in (en)
- (αμετάβατο) ζυγίζω, η πράξη του ζυγίσματος του σώματος πριν από κάποιο γεγονός ή εκδήλωση (λ.χ. ενός αθλητή πριν από αγώνα)
- (αμετάβατο) (με το at) ζυγίζω (τόσα κιλά κ.λπ.)
- (μεταβατικό) υπόκειμαι σε ζύγιση
- (ιδιωματισμός) φέρω το βάρος (συνήθως συντάσσσεται με τα on και with)· (μεταφορικά) ζυγιάζω ένα θέμα, κρίνω ένα ζήτημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.