web application
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- web application < → δείτε τις λέξεις web και application
Πολυλεκτικός όρος
web application (en) (πληθυντικός web applications)
- (λογισμικό) η εφαρμογή ιστού [1][2]
Συνώνυμα
Υπερώνυμα
- standalone
-
web application στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- «εφαρμογή ιστού» από αναζήτηση «web application» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
- (αγγλικά) Basics of WSGI. Αρχειοθέτηση 2020-05-09. Προσπέλαση 2020-09-20
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.