vox

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

vox < πρωτοϊταλική *wōks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ) (Συγγενές με τα (σανσκριτικά) वाच् (vā́c) και αρχαία ελληνική ὄψ: φωνή, λέξη)

Ουσιαστικό

vox (la) θηλυκό

  1. φωνή
  2. λόγος, έκφραση
  3. (γραμματική) φωνή

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vox vocēs
γενική vocis vocum
δοτική vocī vocibus
αιτιατική vocem vocēs
κλητική vox vocēs
αφαιρετική voce vocibus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.