vox
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- vox < πρωτοϊταλική *wōks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ) (Συγγενές με τα (σανσκριτικά) वाच् (vā́c) και αρχαία ελληνική ὄψ: φωνή, λέξη)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | vox | vocēs |
| γενική | vocis | vocum |
| δοτική | vocī | vocibus |
| αιτιατική | vocem | vocēs |
| κλητική | vox | vocēs |
| αφαιρετική | voce | vocibus |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.