vir

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

vir < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiHrós

Ουσιαστικό

vir (la) αρσενικό

  1. ο άντρας
  2. ο σύζυγος
  3. πεζικάριος

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vir virī
γενική virī virōrum
δοτική virō virīs
αιτιατική virum virōs
κλητική vir virī
αφαιρετική virō virīs
(β' κλίση)

Πορτογαλικά (pt)

Ρήμα

vir (pt)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.