viro
Εσπεράντο
(eo)
Ετυμολογία
viro
<
λατινική
vir
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈvi.ɾo
/
Ουσιαστικό
πτώση
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
viro
viroj
αιτιατική
viron
virojn
viro
(io)
άνδρας
viruso
Ιντερλίνγκουα
(ia)
Ουσιαστικό
viro
(ia)
άνδρας
,
άντρας
Ίντο
(io)
Ουσιαστικό
viro
(io)
άνδρας
,
άντρας
Φινλανδικά
(fi)
Ουσιαστικό
viro
(fi)
τα
εσθονικά
, η εσθονική γλώσσα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.