vet

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία 1

vet < περικοπή του veterinarian

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vet vets

vet (en)

Ετυμολογία 2

vet < περικοπή του veteran

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vet vets

vet (en)

Ρήμα

ενεστώτας vet
γ΄ ενικό ενεστώτα vets
αόριστος vetted
παθητική μετοχή vetted
ενεργητική μετοχή vetting

vet (en)

  1. ξεδιαλέγω, εγκρίνω ή απορρίπτω κατόπιν κρίσης, επιλέγω λίγα μέσα από τα πολλά
  2. εξετάζω κάτι ή κάποιον ή ερευνώ για να δω αν θα δώσω επίσημη έγκριση

Πηγές



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

vet (ca)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

vet (nl)

Επίθετο

vet (nl)



Ουγγρικά (hu)

Προφορά

 

Ρήμα

vet (hu)

  1. πετάω, ρίχνω κάτι
  2. σπέρνω
    ki mint vet úgy arat - όπως σπέρνει κανείς έτσι θερίζει



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

vet (pt)

  1. κτηνίατρος
  2. βετεράνος



Σουηδικά (sv)

Ρηματικός τύπος

vet (sv)

  1. ενεστώτας του veta; ξέρω, γνωρίζω
    jag vet inte - δεν ξέρω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.