βέτο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βέτο < (άμεσο δάνειο) γαλλική veto [1] < λατινική veto (αντιτίθεμαι), από την αρχαία ρωμαϊκή πολιτική διοίκηση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈve.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βέ‐το
Ουσιαστικό
βέτο ουδέτερο άκλιτο
- η αρνητική παρέμβαση για να σταματήσει μια διαδικασία, η άρνησή της, εφ όσον μία χώρα ή ένας φορέας ή ένα άτομο έχει το δικαίωμα (ή το κύρος) από το νόμο (ή από θέση ισχύος). Το βέτο παρεμβάλλεται μόνο αρνητικά και συνήθως ασκείται εναντίον του δικαιώματος ενός άλλου
- η Χ χώρα, επειδή είχε δικαίωμα βέτο, το άσκησε και πάγωσε την εισδοχή της Ψ χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
- η Χ χώρα δεν μπορούσε να ασκήσει νόμιμα βέτο, αλλά απείλησε να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπτωση εισδοχής της Ψ, οπότε πέτυχε να παγώσει τη διαδικασία ένταξης
- λυπάμαι Γιώργο που δεν σε καλέσαμε, αλλά έβαλε βέτο ο Κώστας και το πάρτι γινόταν σπίτι του
Συνώνυμα
Αναφορές
- βέτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.