transcription
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| transcription | transcriptions |
transcription (en)
- (μη μετρήσιμο) η αντιγραφή, η απομαγνητοφώνηση, η πράξη ή η διαδικασία του να αναπαρασταίνω κάτι σε γραπτή ή έντυπη μορφή
- ↪ errors in transcription - λάθη κατά την αντιγραφή
- ↪ the transcription of a personal interview - η απομαγνητοφώνηση μίας προσωπικής συνέντευξης
- τα πρακτικά, το κείμενο, γραπτό ή έντυπο αντίγραφο λέξεων που έχουν ειπωθεί
- ↪ the transcriptions of a court session - τα πρακτικά ενός δικαστηρίου
- ↪ The speech was delivered in Ukrainian; the transcription is a rendering of the English translation.
- Η ομιλία εκφωνήθηκε στην Ουκρανική· το κείμενο είναι απόδοση της αγγλικής μετάφρασης.
- (γλωσσολογία) η φωνητική μεταγραφή, η αναπαράσταση της ομιλίας με φωνητικά σύμβολα
- ↪ phonetic transcription - φωνητική μεταγραφή
- (μουσική) η μεταγραφή, η προσαρμογή μουσικού έργου
- ↪ the transcription of a musical composition - η μεταγραφή μιας μουσικής σύνθεσης
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- transcription < λατινική transcriptio < transcribere
Προφορά
- ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.kʁip.sjɔ̃/
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.