talk
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| talk | talks |
talk (en)
- η συζήτηση, η κουβέντα
- ↪ We had a long talk about it.
- Είχαμε μεγάλη συζήτηση γι' αυτό.
- ↪ We had a lot of talks with him on it.
- Είχαμε πολλές συζητήσεις μαζί του γι' αυτό.
- ↪ They settled down for a talk.
- Το στρώσανε στην κουβέντα.
- ≈ συνώνυμα: conversation και discussion
- ↪ We had a long talk about it.
- (μόνο πληθυντικός) οι συζητήσεις, συνομιλίες, επίσημες συζητήσεις μεταξύ κυβερνήσεων ή οργανισμών
- ↪ The disarmament talks broke down.
- Οι συζητήσεις/συνομιλίες για τον αφοπλισμό απότυχαν.
- ↪ The disarmament talks broke down.
- (uncountable, ανεπίσημο) οι κουβέντες, λόγια που λέγονται, αλλά χωρίς τα απαραίτητα γεγονότα ή ενέργειες για να τα υποστηρίξουν
- ↪ Don’t be scared of his threats—they are just talk!
- Μη φοβάσαι τις απειλές του, κουβέντες είναι!
- ↪ Don’t be scared of his threats—they are just talk!
Ρήμα
| ενεστώτας | talk |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | talks |
| αόριστος | talked |
| παθητική μετοχή | talked |
| ενεργητική μετοχή | talking |
talk (en)
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.