talking
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
talking (en)
- η ενέργεια του talk, η ομιλία, η συζήτηση
- ↪ It is usually better to solve problems by talking than by fighting. - Καλύτερα να λύνει κάποιος τα προβλήματα με συζήτηση παρά με διαμάχη.
- διαλεκτικός χειρισμός, διαπραγμάτευση
- ↪ Let me do the talking - Ασε να το χειριστώ εγώ [μιλώντας], μη μιλάς εσύ, εγώ θα μιλήσω.
Εκφράσεις
- talking point θέμα προς διαπραγμάτευση/ θέμα (αρνητικής) συζήτησης-λαβή για σχόλια ή κουτσομπολιά
- now you're talking: (ιδιωματισμός) τώρα επιτέλους μιλάς σωστά, συμφωνώ 100%
- look who's talking: κοίτα ποιος (τολμάει και) μιλάει!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.