trivial

Αγγλικά (en)

Επίθετο

  1. τετριμμένος, κοινότοπος
    trivial case - τετριμμένη περίπτωση
  2. (μαθηματικά) τετριμμένος
    trivial vector space - τετριμμένος διανυσματικός χώρος



Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό trivial triviaux
θηλυκό triviale triviales

Επίθετο

trivial (fr)

  1. κοινότοπος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.