skim

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
skim skims

skim (en)

  1. αεροδυναμική πτήση
  2. ξάφρισμα

Ρήμα

ενεστώτας skim
γ΄ ενικό ενεστώτα skims
αόριστος skimmed
παθητική μετοχή skimmed
ενεργητική μετοχή skimming

skim (en)

  1. χαϊδεύω επιφάνεια
  2. ίπταμαι κοντά στην επιφάνεια ή γλιστρώ
  3. περνώ/πετάω ξυστά
    The swallows skimmed over the water.
    Τα χελιδόνια πετούσαν ξυστά πάνω από το νερό.
  4. αφαιρώ τον αφρό, ξαφρίζω
  5. εποστρακίζομαι
  6. διατρέχω
  7. σοβατίζω ένα τελευταίο χέρι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.