sideline
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsaɪdlaɪn/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| sideline | sidelines |
sideline (en)
- (συνήθως στον πληθυντικό) η πλάγια γραμμή, η άκρη, τα όρια ενός γηπέδου
- ↪ The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
- Το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα.
- ↪ The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
- η συμπληρωματική εργασία, μια δραστηριότητα που κάνω καθώς και την κύρια δουλειά μου για να κερδίσω επιπλέον χρήματα
- ↪ He does photography as a sideline.
- Κάνει το φωτογράφο συμπληρωματικά (εκτός από την κύρια εργασία του).
- ≈ συνώνυμα: side hustle (αργκό)
- ↪ He does photography as a sideline.
- το περιθώριο, η εξωτερική πλευρά ή περίμετρος μιας δραστηριότητας
- ↪ On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.
- Στο περιθώριο της συνδιάσκεψης οι ηγέτες των δύο χωρών αντάλλαξαν απόψεις για ποικίλα δευτερεύοντα θέματα.
- ↪ On the sidelines of the conference, the leaders of the two countries exchanged views on various secondary issues.
Ρήμα
| ενεστώτας | sideline |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | sidelines |
| αόριστος | sidelined |
| παθητική μετοχή | sidelined |
| ενεργητική μετοχή | sidelining |
sideline (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.