side hustle

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
side hustle side hustles

Ετυμολογία

side hustle <  δείτε τις λέξεις side και hustle

Πολυλεκτικός όρος

side hustle (en)

  • (ανεπίσημο, αργκό) η συμπληρωματική εργασία, μια δραστηριότητα που κάνω καθώς και την κύρια δουλειά μου για να κερδίσω επιπλέον χρήματα
    He does photography as a side hustle.
    Κάνει το φωτογράφο συμπληρωματικά (εκτός από την κύρια εργασία του).
     συνώνυμα: sideline
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.