shore

Αγγλικά (en)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
shore shores

shore (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γεωγραφία) η ακτή, η παραλία, η στεριά κατά μήκος της άκρης της θάλασσας, του ωκεανού ή μιας λίμνης
    the sea/lake shore - η ακτή/παραλία της θάλασσας/της λίμνης
    Don’t leave your trash on the shore.
    Μην αφήνετε τα σκουπίδια σας στις ακτές.
     συνώνυμα: coast
  2. (μόνο ενικός, αμερικανική σημασία) η ξηρά, η στεριά, μια περιοχή δίπλα στη θάλασσα ή στον ωκεανό, ειδικά σε μια περιοχή όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για μια μέρα ή διακοπές
    The seamen were serving on the shore instead of on the ships.
    Οι ναυτικοί υπηρετούσαν στη στεριά αντί στα καράβια.
  3. στήριγμα, πάσσαλος ή στύλος που στηρίζει ένα βάρος από πάνω του ή ένα δάπεδο/οροφή
    The shores stayed upright during the earthquake.
    Τα στηρίγματα παρέμειναν όρθια στο σεισμό

Παράγωγα

Ρήμα

shore (en)

Ρηματικός τύπος

shore (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.