shear
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | shear |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | shears |
| αόριστος | sheared, shore |
| παθητική μετοχή | shorn, sheared |
| ενεργητική μετοχή | shearing |
shear (en)
- κόβω
- ψαλιδίζω
- κουρεύω πρόβατο, κουρεύω το μαλλί από πρόβατο ή άλλο είδος που προσφέρει μαλλί
- (φωτογραφία) παραμορφώνω εικόνα λοξά, αποδίδω πλάγια παραμόρφωση εικόνας
- (τεχνολογία υλικών) ίδιου τύπου παραμόρφωση σε δομικό υλικό
- (φυσική) διάτμηση, είδος παραμόρφωσης
-
Shearing (physics) στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.