shave off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας shave off
γ΄ ενικό ενεστώτα shaves off
αόριστος shaved off
παθητική μετοχή shaved off
ενεργητική μετοχή shaving off

Ετυμολογία

shave off <  δείτε τις λέξεις shave και off

Ρήμα

shave off (en)

  1. ξυρίζω, αφαιρώ γένια ή μουστάκι με το ξύρισμα
    He shaved off his mustache.
    Ξύρισε το μουστάκι του.
  2. περικόπτω, μειώνω έναν αριθμό κατά πολύ μικρό ποσό
    We could shave off prices a little.
    Θα μπορούσαμε να περικόψουμε λιγάκι τις τιμές.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.