quake

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
quake quakes

quake (en)

  1. τρεμούλιασμα, κούνημα, δόνηση, το αποτέλεσμα του ρήματος quake
  2. περικοπή του earthquake: o σεισμός

Ρήμα

ενεστώτας quake
γ΄ ενικό ενεστώτα quakes
αόριστος quaked
παθητική μετοχή quaked
ενεργητική μετοχή quaking

quake (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.