quake
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| quake | quakes |
quake (en)
- τρεμούλιασμα, κούνημα, δόνηση, το αποτέλεσμα του ρήματος quake
- περικοπή του earthquake: o σεισμός
Ρήμα
| ενεστώτας | quake |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | quakes |
| αόριστος | quaked |
| παθητική μετοχή | quaked |
| ενεργητική μετοχή | quaking |
quake (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.