settle down

Αγγλικά (en)

ενεστώτας settle down
γ΄ ενικό ενεστώτα settles down
αόριστος settled down
παθητική μετοχή settled down
ενεργητική μετοχή settling down

Ετυμολογία

settle down <  δείτε τις λέξεις settle και down

Ρήμα

settle down (en)

  1. στρώνομαι, βολεύομαι, μπαίνω σε μια άνετη θέση, είτε καθισμένος είτε ξαπλωμένος
    He settled down in his armchair to read.
    Στρώθηκε στην πολυθρόνα του να διαβάσει.
    She took a book and settled down by the fireplace.
    Πήρε ένα βιβλίο και βολεύτηκε πλάι στο τζάκι.
     συνώνυμα: settle
  2. νοικοκυρεύω, αρχίζω να έχω έναν πιο ήσυχο τρόπο ζωής, ζω σε ένα μέρος
    Get married and settle down.
    Παντρέψου και νοικοκυρευτείς.
    You must find a wife to settle down with.
    Πρέπει να βρεις μια γυναίκα να νοικοκυρευτείς κι εσύ.
    At your age you should have settled down.
    Στην ηλικία σου έπρεπε να έχεις νοικοκυρευτεί.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταλαγιάζω, κοπάζω, ηρεμώ κάποιον ή έρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας
    He waited until the excitement settled down.
    Περίμενε ώσπου να καταλαγιάζει η έξαψη.
    Let the class settle down.
    Άσε την τάξη να καταλαγιάσει/ηρεμήσει.
    When the storm settled down
    Όταν κόπασε η θύελλα…
     συνώνυμα:  δείτε τις λέξεις abate και relax

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.