βολεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βολεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος βολεύω

Ρήμα

βολεύομαι, αόρ.: βολεύτηκα, μτχ.π.π.: βολεμένος, (ενεργ.: βολεύω)

  1. φροντίζω να έχω τα απαραίτητα ή την άνεσή μου, σωματικά ή ψυχικά ή οικονομικά, τακτοποιούμαι, εξασφαλίζομαι, δεν ανησυχώ, κατασταλάζω, ηρεμώ
    κάνε λίγο πιο πέρα γιατί δεν βολεύομαι (δεν χωράω καλά, δεν έχω τη στοιχειώδη άνεση)
    βρήκε μια καλή δουλειά επιτέλους και βολεύτηκε το παιδί, γιατί είχα την έγνοια του δυο χρόνια τώρα που ήταν άνεργο (θα έχει πια τα απαραίτητα)
    είναι "αραχτός" γιατί βολεύτηκε στο δημόσιο (αρνητική χροιά, τώρα τεμπελιάζει)
    παντρεύτηκε μια πολύ καλή γυναίκα και βολεύτηκε (καταστάλαξε και αισθάνεται άνετα και όμορφα μαζί της)

Συγγενικά

Κλίση

 δείτε τη λέξη βολεύω

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη βολεύω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.