forlorn

Αγγλικά (en)

Επίθετο

forlorn (en)

  1. δυστυχισμένος, για ένα άτομο που εμφανίζεται μοναχικό και λυπημένο
    He had a forlorn look.
    Πήρε ένα δυστυχισμένο ύφος.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη sad
  2. εγκαταλελειμμένος, για ένα μέρος που δεν φροντίζεται και χωρίς κόσμο
    forlorn rural areas - εγκαταλελειμμένες αγροτικές περιοχές
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη abandoned

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.