rind

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
rind rinds

rind (en)

  • το σκληρό εξωτερικό περίβλημα, π.χ. καρπού, τυριού
    1. η φλούδα (κυρίως των εσπεριδοειδών)
      I peel the rind of citrus fruits : ξεφλουδίζω τη φλούδα των εσπεριδοειδών
    2. κρούστα που περιβάλλει τυριά (είτε από ζύμωση, είτε από άλλο υλικό)
      cheese with a whitish rind : τυρί με λευκή φλοίδα μούχλας

Ρήμα

ενεστώτας rind
γ΄ ενικό ενεστώτα rinds
αόριστος rinded
παθητική μετοχή rinded
ενεργητική μετοχή rinding

rind (en)

Συνώνυμα



Εσθονικά (et)

Ουσιαστικό

rind (et)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.