rind
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| rind | rinds |
rind (en)
- το σκληρό εξωτερικό περίβλημα, π.χ. καρπού, τυριού
- η φλούδα (κυρίως των εσπεριδοειδών)
- I peel the rind of citrus fruits : ξεφλουδίζω τη φλούδα των εσπεριδοειδών
- κρούστα που περιβάλλει τυριά (είτε από ζύμωση, είτε από άλλο υλικό)
- cheese with a whitish rind : τυρί με λευκή φλοίδα μούχλας
- η φλούδα (κυρίως των εσπεριδοειδών)
Ρήμα
| ενεστώτας | rind |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | rinds |
| αόριστος | rinded |
| παθητική μετοχή | rinded |
| ενεργητική μετοχή | rinding |
rind (en)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.