peel

Αγγλικά (en)

ενεστώτας peel
γ΄ ενικό ενεστώτα peels
αόριστος peeled
παθητική μετοχή peeled
ενεργητική μετοχή peeling

Ρήμα

peel (en)

  • (αμετάβατο) ξεφλουδίζω, για μια επιφάνεια που αφαιρούνται στενά ή μικρά κομμάτια από κάτι που καλύπτει κάτι
    He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
    Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.