κωλοφυλλάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωλοφυλλάδα οι κωλοφυλλάδες
      γενική της κωλοφυλλάδας των κωλοφυλλάδων
    αιτιατική την κωλοφυλλάδα τις κωλοφυλλάδες
     κλητική κωλοφυλλάδα κωλοφυλλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωλοφυλλάδα < κωλο- + φυλλάδα

Ουσιαστικό

κωλοφυλλάδα θηλυκό

Συνώνυμα

  • παλιοεφημερίδα
  • παλιοφυλλάδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.