VPN

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

VPN < Virtual Private Network

Συντομομορφή

VPN (en) αρκτικόλεξο

  • (πληροφορική) συντομογραφία του virtual private network [1]
      The key to a VPN is that it lends you a temporary IP address and hides your true IP address from every website or email you connect with [2]
    «Το σημαντικότερο για ένα VPN είναι ότι σας παραχωρεί μια προσωρινή διεύθυνση IP και κρύβει την πραγματική σας διεύθυνση IP από κάθε ιστότοπο ή email με το οποίο συνδέεστε»

Αναφορές

  1. «VPN», «ιδεατό ιδιωτικό δίκτυο» από αναζήτηση «virtual private network» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
  2. (αγγλικά) The Internet Isn't Safe. That's Why You Need a VPN, από whatismyipaddress.com. Αρχειοθέτηση 2020-07-21. Προσπέλαση 2020-07-24.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.