porte-bébé

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

porte-bébé < porter + bébé

Προφορά

ΔΦΑ : /pɔʁt(ə)be.be/

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
porte-bébé porte-bébés

porte-bébé (fr) αρσενικό

  1. κάθε τι που επιτρέπει τη μεταφορά ενός μωρού
  2. σάκος με λουριά, μέσα στον οποίο κάθεται ένα μωρό, που κρεμιέται στην πλάτη ή στο στήθος
     συνώνυμα: sac kangourou

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.