portability
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
portability (en)
- φορητότητα
- (λογισμικό) μεταφερσιμότητα: η ιδιότητα λογισμικού να μπορεί να λειτουργεί σε διαφορετικό υλικό και λειτουργικό σύστημα, που είναι ανεξάρτητο πλατφόρμας (cross-platform)
-
portability στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.