portability

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

portability (en)

  1. φορητότητα
  2. (λογισμικό) μεταφερσιμότητα: η ιδιότητα λογισμικού να μπορεί να λειτουργεί σε διαφορετικό υλικό και λειτουργικό σύστημα, που είναι ανεξάρτητο πλατφόρμας (cross-platform)

Συγγενικά

  • portability στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.