pluck

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pluck plucks

pluck (en)

  1. θάρρος, κουράγιο
  2. απότομο τράβηγμα

Συγγενικά

Ρήμα

ενεστώτας pluck
γ΄ ενικό ενεστώτα plucks
αόριστος plucked
παθητική μετοχή plucked
ενεργητική μετοχή plucking

pluck (en)

  1. αποσπώ κομμάτι
  2. τραβάω
  3. γλιτώνω κάποιον από κάτι
  4. νύσσω, χτυπάω χορδή μουσικού οργάνου
    •  δείτε τη λέξη shred (χτυπάω, κοπανάω χορδή οργάνου)
  5. μαδάω, ξεπουπουλιάζω

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • pluck up the courage
  • pluck one's eyebrows

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.