plaid
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| plaid | plaids |
plaid (fr) αρσενικό
- (ιστορία) φεουδαρχικό δικαστήριο
- (κατ’ επέκταση) μια φεουδαρχική δίκη, καθώς και η απόφαση που έβγαινε
- καβγάς, αντιμαχία
- δίκη
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| plaid | plaids |
plaid (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) μάλλινο ένδυμα σκωτσέζων βουνιτών με καρό που χρησιμοποιούνταν σαν πανωφόρι
- (παρωχημένο) φαρδύ ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι
- πρόχειρη μάλλινη κουβέρτα για ταξίδια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.