plaid

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

  1. plaid < λατινική placitum < παθητική μετοχή του placere (αρέσω, ευχαριστώ)
  2. plaid < αγγλική plaid, γαελικής προέλευσης, με την έννοια « κουβέρτα »

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
plaid plaids

plaid (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) φεουδαρχικό δικαστήριο
  2. (κατ’ επέκταση) μια φεουδαρχική δίκη, καθώς και η απόφαση που έβγαινε
  3. καβγάς, αντιμαχία
  4. δίκη

Συγγενικά

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
plaid plaids

plaid (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) μάλλινο ένδυμα σκωτσέζων βουνιτών με καρό που χρησιμοποιούνταν σαν πανωφόρι
  2. (παρωχημένο) φαρδύ ανδρικό ή γυναικείο πανωφόρι
  3. πρόχειρη μάλλινη κουβέρτα για ταξίδια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.