pied-de-biche

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

pied-de-biche  δείτε τις λέξεις pied και biche (πόδι ελαφίνας)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
pied-de-biche pieds-de-biche

pied-de-biche (fr) αρσενικό

  1. είδος λοστού σε σχιστό άκρο που χρησιμεύει για την αφαίρεση των καρφιών ή για την ανύψωση βαριών αντικειμένων
  2. (σε ραπτομηχανή) εξάρτημα που συγκρατεί το ύφασμα και έχει δύο σκέλη μεταξύ των οποίων περνάει η βελόνα
  3. (σε έπιπλο) κυρτό πόδι ενός τραπεζιού που έχει χαρακτηριστική μορφή ποδιού ελαφίνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.