pied-de-biche
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
pied-de-biche
→
δείτε
τις
λέξεις
pied
και
biche
(
πόδι
ελαφίνας
)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
pied-de-biche
pieds-de-biche
pied-de-biche
(fr)
αρσενικό
είδος
λοστού
σε σχιστό άκρο που χρησιμεύει για την αφαίρεση των
καρφιών
ή για την ανύψωση βαριών αντικειμένων
(
σε
ραπτομηχανή
)
εξάρτημα
που συγκρατεί το
ύφασμα
και έχει δύο
σκέλη
μεταξύ των οποίων περνάει η
βελόνα
(
σε
έπιπλο
)
κυρτό
πόδι
ενός
τραπεζιού
που έχει χαρακτηριστική μορφή ποδιού
ελαφίνας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.