pick on

Αγγλικά (en)

ενεστώτας pick on
γ΄ ενικό ενεστώτα picks on
αόριστος picked on
παθητική μετοχή picked on
ενεργητική μετοχή picking on

Ετυμολογία

pick on <  δείτε τις λέξεις pick και on

Ρήμα

pick on (en)

  • τα βάζω με κάποιον, μεταχειρίζομαι κάποιον άδικα, κατηγορώντας, επικρίνοντάς τον ή τιμωρώντας τον
    Why is he always picking on me?
    Γιατί τα βάζει διαρκώς μαζί μου;

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.