perlant
Γαλλικά
(fr)
Επίθετο
ενικός
πληθυντικός
perlant
perlants
perlant
(fr)
αρσενικό
λέγεται για
κρασί
που εμφανίζει μικρές
φυσαλίδες
όταν χύνεται στο
ποτήρι
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
perlant
perlants
perlant
(fr)
αρσενικό
κρασί
που εμφανίζει μικρές
φυσαλίδες
όταν χύνεται στο
ποτήρι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.