nepos

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

nepos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *népōts. Συγγενές με το σανσκριτικό नपात् (nápāt), το (αρχαία ελληνική) ἀνεψιός και το παλαιοαγγλικό nefa.

Ουσιαστικό

nepos αρσενικό ή θηλυκό

  1. εγγονός, εγγονή
  2. ανεψιός, ανεψιά
  3. απόγονος
  4. άσωτος

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική nepos nepotēs
γενική nepotis nepotum
δοτική nepotī nepotibus
αιτιατική nepotem nepotēs
κλητική nepos nepotēs
αφαιρετική nepote nepotibus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.