moindre

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

moindre < mendre, meindre < λατινική minor

Προφορά

ΔΦΑ : /mwɛ̃dʁ/
 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό moindre moindres
θηλυκό moindree moindrees

moindre (fr) αρσενικό ή θηλυκό συγκριτικός βαθμός

  1. μικρότερος, λιγότερος, πιο αδύνατος, παραμικρός
  2. (παρωχημένο) κατώτερος
     συνώνυμα: inférieur

υπερθετικός βαθμός le moindre

  1. ελάχιστος, ο πιο ασήμαντος
     συνώνυμα: infime
  2. κανένας, ουδείς, παραμικρός
     συνώνυμα: aucun, nul
  3. (παρωχημένο) κατώτερος
     συνώνυμα: inférieur, subalterne

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.