moindre
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /mwɛ̃dʁ/
- ⓘ
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | moindre | moindres |
| θηλυκό | moindree | moindrees |
moindre (fr) αρσενικό ή θηλυκό συγκριτικός βαθμός
- μικρότερος, λιγότερος, πιο αδύνατος, παραμικρός
- (παρωχημένο) κατώτερος
υπερθετικός βαθμός le moindre
- ελάχιστος, ο πιο ασήμαντος
- κανένας, ουδείς, παραμικρός
- (παρωχημένο) κατώτερος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.