minimal
Αγγλικά (en)
Σημειώσεις
Στη μαθηματική ορολογία το επίθετο minimal είναι γενικότερο του επιθέτου minimum. Π.χ. εάν μία μερική διάταξη έχει πολλά ελάχιστα στοιχεία, τότε χαρακτηρίζονται όλα σαν minimal. Εάν υπάρχει μόνο ένα ελάχιστο στοιχείο τότε το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζεται σαν minimum. Για να διαχωρίσουν τις έννοιες μερικοί μαθηματικοί μεταφράζουν το minimal σαν ελαχιστικός και το minimum σαν ελάχιστος.
Γαλλικά (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | minimal | minimaux |
| θηλυκό | minimale | minimales |
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- art minimal → δείτε τη λέξη minimalisme
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.