ουδείς

Νέα ελληνικά (el)

  • λείπει η κλίση
πτώση ενικός
ονομαστική ουδείς ουδεμία ουδέν
γενική ουδενός ουδεμίας ουδενός
αιτιατική ουδέναν & ουδένα ουδεμία & ουδεμίαν ουδέν

Ετυμολογία

ουδείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐδείς < οὐδέ + εἷς (ούτε ένας)

Προφορά

ΔΦΑ : /uˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουδείς

Αντωνυμία

ουδείς - ουδεμία - ουδέν

  • (λόγιο) κανείς / κανένας
    ουδείς αλάνθαστος
    ουδέν νεώτερο από το μέτωπο

Εκφράσεις

  • εν ουδεμιά περιπτώσει
  • επ' ουδενί, επ' ουδενί λόγω
  • κατ' ουδένα τρόπο
  • ουδείς αναμάρτητος
  • ουδείς αναντικατάστατος
  • ουδείς εκών κακός: κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του
  • ουδείς λόγος
  • ουδείς προφήτης στον τόπο του
  • ουδείς ψόγος
  • ουδεμία αμφιβολία
  • ουδέν κακόν αμιγές καλού: δεν υπάρχει τίποτα κακό που δεν εμπεριέχει και κάτι καλό
  • ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον: τίποτε δεν μπορεί να μείνει κρυφό για πάντα
  • ουδέν μονιμότερο του προσωρινού]: τίποτα πιο μόνιμο από το προσωρινό
  • ουδέν νεότερον, ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο
  • ουδέν σχόλιον

Σημειώσεις

  • Το ρήμα που έχει ως υποκείμενό του την αντωνυμία ουδείς δεν παίρνει άλλη άρνηση, αντίθετα απ' ό,τι συμβαίνει όταν υποκείμενο του ρήματος είναι το κανείς. Γενικότερα, όταν κάποιος τύπος του ουδείς προηγείται του ρήματος, τότε αυτό δεν παίρνει άλλη άρνηση.
    ουδείς ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο
    κανείς δεν ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο
    ο ανασχηματισμός ουδένα εξέπληξε
    ο ανασχηματισμός κανένα δεν εξέπληξε
    ο ανασχηματισμός δεν εξέπληξε ουδένα/κανένα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.