mea

Ίντο (io)

Επίθετο

mea (io)

Αντωνυμία

mea (io)



Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

mea

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική meus mea meum meī meae mea
γενική meī meae meī meōrum meārum meōrum
δοτική meō meae meō meīs meīs meīs
αιτιατική meum meam meum meōs meās mea
κλητική - - - - - -
αφαιρετική meō meā meō meīs meīs meīs
Η κλητική του αρσενικού είναι mi ή meus, ενώ του θηλυκού mea
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)



Παπιαμέντο (pap)

Ουσιαστικό

mea

Συγγενικά



Χαβανέζικα (haw)

Ουσιαστικό

mea

  1. πράγμα, άτομο (άνθρωπος)
  2. (χρώμα) κόκκινο με απόχρωση καφέ

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.