meam

Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

meam (la)

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική meus mea meum meī meae mea
γενική meī meae meī meōrum meārum meōrum
δοτική meō meae meō meīs meīs meīs
αιτιατική meum meam meum meōs meās mea
κλητική - - - - - -
αφαιρετική meō meā meō meīs meīs meīs
Η κλητική ενικού του αρσενικού είναι mi ή meus, ενώ του θηλυκού mea
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.